ἑπτάγλωσσος

ἑπτάγλωσσος
ἑπτά-γλωσσος, φόρμιγξ, siebenzüngig, d. i. siebenstimmig, od.- saitig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επτάγλωσσος — ἑπτάγλωσσος, ον (Α) (για φόρμιγγα) με επτά τόνους («φόρμιγγ’ Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • ἑπτάγλωσσον — ἑπτάγλωσσος seven toned masc/fem acc sg ἑπτάγλωσσος seven toned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”